Ο γέρος-σοφός, η πηγή και το μαύρο αυτοκίνητο

- Τι θέλει πάλι αυτός στο χωριό μας; - Αυτός φταίει για όλα! - Να φύγει τώρα αμέσως και να μην ξαναπατήσει το πόδι του εδώ! - Τον πιστέψαμε και ορίστε τι πάθαμε! Το χωριό μας κοντεύει να καταστραφεί! Ο ξένος κάτι προσπάθησε να πει για ξενοδοχεία, για ανάπτυξη, για πρόοδο και για τουρισμό, αλλά κανείς δεν τον άκουγε. - Θέλουμε το χωριό μας να ξαναγίνει όπως πριν! - Δεν θέλουμε να χαθεί κι άλλο πράσινο! - Θέλουμε την ηρεμία και την ησυχία μας! Ο πρόεδρος θυμωμένος έβαλε τον ξένο στο τεράστιο μαύρο αυτοκίνητο. Μαζί του μπήκε και ο κύριος που τον συνόδευε. Ανέπτυξαν ταχύτητα και εξαφανίστηκαν στη στροφή του δρόμου. Ο Οκτώβρης είχε μπει για τα καλά και οι κάτοικοι του χωριού, χωρίς να σταματήσουν να ελπίζουν, περίμεναν με λαχτάρα τις πρώτες βροχές. Ένα απόγευμα ο Μαρίνος, το παιδί της έκτης τάξης, επιστρέφοντας στο σπίτι από το πάρκο όπου έπαιζε με τα άλλα παιδιά, είδε να περνά από δίπλα του ένα τεράστιο μαύρο αυτοκίνητο. Το θυμήθηκε αμέσως! Ήταν το αυτοκίνητο εκείνου του ξένου που είχε έρθει κάποτε στο χωριό τους και τους πήρε τα μυαλά με τις ιδέες του. Τι να ήθελε πάλι; Πάντως για καλό δεν ήταν. Παραμόνεψε για λίγο και είδε το αυτοκίνητο να σταματά έξω από το σπίτι του προέδρου. Από μέσα κατέβηκε ο ξένος μαζί με έναν άλλο κύριο. Ήταν και οι δυο ντυμένοι με σκούρα κοστούμια και κρατούσαν στα χέρια τους κάτι μεγάλα χαρτιά τυλιγμένα σε ρολά. Ήταν τα αρχιτεκτονικά σχέδια του ξενοδοχείου που σκόπευε να χτίσει στο χωριό. Κτύπησαν την πόρτα του προέδρου και περίμεναν να τους ανοίξουν. Ο Μαρίνος στο μεταξύ δεν έχασε καιρό. Μια και δυο τρέχει και λέει τα νέα στα υπόλοιπα παιδιά. Αυτά με τη σειρά τους ειδοποιούν όλους τους χωριανούς οι οποίοι μαζεύονται έξω από το σπίτι του προέδρου. Δεν πέρασε πολλή ώρα και στην εξώπορτα πρόβαλαν κατσουφιασμένοι οι δυο ξένοι μαζί με τον πρόεδρο. Μόλις τους είδαν οι χωριανοί άρχισαν να φωνάζουν και να κουνούν τα χέρια απειλητικά:

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0