Ο γέρος-σοφός, η πηγή και το μαύρο αυτοκίνητο

Ο γερο-σοφός σώπαινε. Ένα δάκρυ είχε κυλήσει από τα μάτια του, σαν και τότε, πριν από δύο χρόνια που έφευγε διωγμένος από την πηγή. Δεν ήξερε τι να πει. Η συγκίνηση τον είχε κυριεύσει. Η μόνη σκέψη που έκανε ήταν πως τα παιδιά αυτά ήταν πολύ θαρραλέα και το 'λεγε η καρδιά τους και πως μόνο αυτά με τα μικρά τους μυαλουδάκια σκέφτηκαν να έρθουν να τον βρουν. Όμως, όσο κι αν το ήθελε δεν μπορούσε να τα βοηθήσει. Δεν ήταν στο χέρι τουÈ. - Μα, καλέ μαμά, τι σοφός ήταν τότε; αναρωτήθηκε ο Γιαννάκης. ÇΜην βιάζεσαι, μικρέ μου, και άκου τη συνέχεια. Ο γερο-σοφός, λοιπόν, που δεν το έκανε η καρδιά του να φύγουν τα παιδιά χωρίς κάποια ελπίδα, αφού σκέφτηκε για λίγο, τους είπε πως το μόνο που θα μπορούσαν να κάνουν για να εξασφαλίσουν λίγο νερό μέχρι το φθινόπωρο θα ήταν να ανοίξουν πηγάδια σε διάφορα σημεία του χωριού. Και φυσικά να εύχονται να έρθουν σύντομα βροχές. Διαφορετικά το χωριό τους κινδύνευε σοβαρά. Τα παιδιά, που άκουγαν με πολλή προσοχή τα λόγια του γερο-σοφού, τον ευχαρίστησαν για τις συμβουλές του και αφού του υποσχέθηκαν πως θα ξανάρθουν, επέστρεψαν στο χωριό προτού νυχτώσει. -Καλέ μας γέροντα, κάνε κάτι να σωθεί το χωριό μας πριν να είναι αργά! Μόνο εσύ μπορείς να μας βοηθήσεις. Έχουμε μετανιώσει γι’ αυτό που έγινε και σου ζητούμε συγγνώμη. Συμπεριφερθήκαμε όλοι με μεγάλη απερισκεψία. 37

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0