Ο γέρος-σοφός, η πηγή και το μαύρο αυτοκίνητο

Nταγκ! Νταγκ! ακούστηκε ο ήχος του κουδουνιού και τα παιδιά βγήκαν έξω από τις τάξεις τους. Όχι, όμως, με ξεφωνητά, αστεία και πειράγματα όπως άλλοτε, αλλά σκυθρωπά και άκεφα. Τα παιδιά της έκτης πήγαν και κάθισαν κάτω από το αγαπημένο τους πεύκο στη μέση της αυλής του σχολείου όπως έκαναν πάντα κάθε διάλειμμα. Το πεύκο αυτό τους χάριζε δροσιά με το πυκνό του φύλλωμα όταν έπιαναν οι ζέστες. Τώρα, όμως, κι αυτό, όπως άλλωστε συνέβαινε και με τα υπόλοιπα δέντρα του χωριού, είχε χάσει το ζωηρό πράσινό του χρώμα και το φύλλωμά του είχε αραιώσει πολύ. Παρόλα αυτά, τα παιδιά το αγαπούσαν το πεύκο τους και στεναχωριούνταν πολύ που το έβλεπαν έτσι. - Πάει! Το χάνουμε το πεύκο μας! είπε σε κάποια στιγμή η Νεοφύτα, βγάζοντας ένα βαθύ αναστεναγμό. Δεν το βλέπω να αντέχει για πολύ ακόμη. - Έχεις δίκιο, συμφώνησε μαζί της η Αναστασία. Τι κρίμα! Έξι χρόνια που είμαστε στο σχολείο έγινε κι αυτό ένα μαζί μας. Πόσα παιχνίδια δεν έχουμε παίξει κάτω από τη σκιά του! - Και τι δεν έχει ακούσει αυτό το δέντρο! Τα αστεία μας, τους τσακωμούς μας, τις ανησυχίες μας. πρόσθεσε η Κωνσταντίνα. 31

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0