Ο γέρος-σοφός, η πηγή και το μαύρο αυτοκίνητο

Σιγά σιγά το χωριό άρχισε να χάνει τη χάρη και την ομορφιά του. Το πράσινό του άρχισε να ξεραίνεται. Τα λουλούδια στους κήπους μαραίνονταν. Η γη διψούσε και τα ζώα υπέφεραν κι αυτά. Οι κάτοικοι του χωριού ήταν απελπισμένοι. Η αγωνία και η απογοήτευση ήταν χαραγμένες στα πρόσωπά τους. Δεν ήξεραν τι να κάνουν. Τα πράγματα δεν ήταν όπως τους τα έλεγαν ο πρόεδρος και ο ξένος που είχε επισκεφθεί το χωριό τους πριν από δύο χρόνια. Άρχισαν τότε οι διαμαρτυρίες και τα παράπονα στον πρόεδρο. Αυτός τους καθησύχαζε πως θα φτιάξουν τα πράγματα, πως θα έρθουν βροχές και το νερό θα ξαναρχίσει να ρέει από την πηγή τους όπως και πριν. Κανένας, όμως, δεν ήταν σίγουρος ότι θα γινόταν αυτό. Όλοι πια πίστευαν πως μόνο ένα θαύμα θα έσωζε αυτούς και το χωριό τους. Πόσο ωραία ήταν η ζωή τους, σκέφτονταν, τότε που ο γερο- σοφός τούς μοίραζε τόσο δίκαια και με μέτρο το νερό, χωρίς να λείπει από κανέναν! Πώς άφησαν έναν ξένο που κανένας δεν ήξερε από πού κρατούσε η σκούφια του να τους πάρει τα μυαλά; Αμ, κι ο πρόεδρος; Πώς ξεγελάστηκε κι αυτός; 29

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0