Ο γέρος-σοφός, η πηγή και το μαύρο αυτοκίνητο

Οι γυναίκες του χωριού άνοιγαν τις βρύσες τους να πάρουν νερό για τις δουλειές του σπιτιού και μόνο μερικές σταγόνες έσταζαν. Οι γεωργοί πήγαιναν να ποτίσουν τα χωράφια και τα περιβόλια τους κι ούτε για ένα δέντρο δεν αρκούσε το νερό. Τα παιδιά στο πάρκο δεν μπορούσαν πια να παίξουν νεροπόλεμο. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, κάποιοι κάτοικοι άρχισαν να φεύγουν από το χωριό, να το εγκαταλείπουν γιατί ήταν πια δύσκολη η ζωή εκεί. Πάει! Το χωριό καταστρεφόταν και κανένας δεν ήξερε τι να κάνει γι΄ αυτό. Το νερό είχε λιγοστέψει δραματικά και η κατάσταση ήταν τραγική. Κι έτσι, σιγά-σιγά πέρασε το καλοκαίρι, μπήκε ο Σεπτέμβρης, μπήκε κι ο Οκτώβρης. Ήρθε σιγά-σιγά κι ο χειμώνας και όλοι περίμεναν τις βροχές. Τίποτα, όμως. Σταγόνα δεν είχε πέσει. Γρήγορα ο χειμώνας έδωσε τη θέση του στην άνοιξη κι αυτή με τη σειρά της στο καλοκαίρι. Ο επόμενος χειμώνας πέρασε κι αυτός χωρίς να φέρει τις βροχές που όλο το χωριό περίμενε με λαχτάρα. Ήταν η δεύτερη χρονιά ανομβρίας, κάτι που είχε αρκετά χρόνια να συμβεί. 27

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0