Ο γέρος-σοφός, η πηγή και το μαύρο αυτοκίνητο

Άφηναν τις βρύσες να τρέχουν για όση ώρα έπλεναν τα πιάτα. Με τις ώρες έτρεχε το νερό στα χωράφια και στα περιβόλια του χωριού γιατί πίστευαν πως με αυτό τον τρόπο θα αυξανόταν η παραγωγή και το κέρδος θα ήταν περισσότερο. Μα και τα παιδιά που πήγαιναν στο πάρκο τα απογεύματα του καλοκαιριού δεν έπαιζαν τίποτε άλλο εκτός από νεροπόλεμο. Ακόμα κι ο Σωτηράκης που, όπως όλα τα παιδιά στο χωριό άλλωστε, πάντα έπλενε τα δόντια του προσέχοντας το νερό, άφηνε τώρα τη βρύση να τρέχει αδιάκοπα. - Καλά κάναμε και διώξαμε τον γερο-σοφό! είπε ο κυρ-Κωνσταντής ο μπακάλης στους πελάτες που βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο μαγαζί του. - Ναι, είχαν δίκιο ο πρόεδρος και κείνος ο ξένος, συμφώνησε και η κυρία Θέκλα η μοδίστρα. Μα, δεν μου λέτε ποιο είναι το όνομά του; Κανένας δεν μπόρεσε να της δώσει απάντηση.

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0